Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Φάουστ | Τελευταίος Επιζών




Θα σε πάω σε κόσμους αλλιώτικους, σαν αυτούς που συναντάς μόνο στο μυαλό του ποιητή, στις ιστορίες που δεν έχουν λέξεις αλλά συναίσθημα, που χείμαρρος μοιάζει το παραμύθι και σε παρασέρνει.

Ήταν, λέει, πριν χρόνια ένας γέρος καμπουριαστός και φαφλατάς. Γυρνούσε σε χώρες παγωμένες, περνούσε βουνά και χιονισμένα δάση σκοτεινά. Ήταν ατρόμητος ο γερο Φάουστ γιατί ήταν, λέει, μάγος τρανός και θαυματοποιός, είχε δαμάσει το δαιμόνιο και τον υπηρετούσε, είχε κάνει συμφωνίες αίματος και θανάτου με το στοιχειό και κατείχε τώρα δυνάμεις ανείπωτες. Το όνομά του έσπερνε φόβο, δέος και θαυμασμό, γιατί μπορούσε, λένε, να κάνει θάματα όμοια των αγίων. Θρύλους βγάζαν και τραγούδια για το πως ο γέροντας αυτός φοβέριζε και τον ίδιο τον χάρο ακόμα. Μα η ιστορία, όπως την ξέρω εγώ, είναι η εξής. 


Νεαρός ακόμα, παιδί πλανόδιων ταχυδακτυλουργών, δεν γνώρισε άλλο τρόπο ζωής, έμαθε την τέχνη, των δίδαξαν να επιβιώνει με την αφέλεια του κόσμου. Μα το παιδί είχε φλόγα μέσα που τον έκαιγε, ήθελε δόξα και μεγαλεία, έβλεπε γύρω τον κόσμο και ζήλευε και φθονούσε. Μισούσε τον διπλανό του και τον περαστικό. Πάνω στο άναμα της φωτιάς το μεγαλύτερο, άφησε πίσω τους γέρους γονείς του και ταξίδεψε για να αποκτήσει πλούτη και δύναμη. Τόσο θαμπωμένος ήταν ο μικρός μας ονειροβάτης που δεν σκέφτηκε στιγμή τι εγκαταλείπει, δεν νοιάστηκε για την αγάπη και την ζεστασιά της οικογένειας. Του φάνταζαν τότε αυτά ασήμαντα μπροστά στο όνειρό του.

Και το ταξίδι ήταν μακρύ, γνώρισε βασιλιάδες, άρχοντες και ιππότες, έζησε με άστεγους και ρακoσυλλέκτες. Έμαθε να κλέβει και να ζει από απάτες. Διασκέδαζε με τον άβουλο και ανόητο, όπως του φάνταζε, κόσμο και όταν πια είχε χορτάσει η ψυχή του και είχε κατανοήσει την δομή της κοινωνίας, παρουσιάστηκε εκείνη. Σε ένα σταυροδρόμι τον βρήκε, λουσμένη στο φως, όμορφη και λάγνα, δεν ήταν άνθρωπος, δεν μπορεί να ήταν. Για άγγελο την πέρασε ο φτωχός Φάουστ και δεν φοβήθηκε στιγμή. Τόσο υπερόπτης και τυφλός ήταν που δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τον διάβολο στα μάτια της. 

Του μίλησε και ήταν βαθιά η φωνή της, ζεστή, σχεδόν μητρική. "Δύο δρόμοι υπάρχουν να πάρεις, μα έναν θα διαλέξεις, ο καθένας θα σου προσφέρει τα αγαθά του και τα βάσανά του". Ήταν τόσο μαγεμένος ο νεαρός που δεν έκατσε να συλλογιστεί την συμφωνία που πήγαινε να κάνει. Άλλωστε κανείς δεν του έμαθε να σκέφτεται, μόνο να εκμεταλλεύεται και να αδράχνει την ευκαιρία, και αυτό έκανε.

"Δύο τα μονοπάτια. Το ένα κακοτράχαλο γεμάτο βράχια κοφτερά, θα πέφτεις και θα σκίζεις την ψυχή σου, θα αιμορραγείς, μα είναι γεμάτο φως και έρωτα και γλυκιά μουσική. Θα βλέπεις τον κόσμο με άλλα μάτια, θα διακρίνεις το όμορφο και το άσκημο, θα αντικρίσεις για πρώτη φορά την φύση και τον άνθρωπο και αυτό θα σε πονέσει. Το άλλο είναι στρωμένο με ροδοπέταλα και ευωδία χρυσού και σάρκας. Εδώ δεν θα νιώσεις αδύναμος και δεν θα υποφέρεις ξανά. Δεν θα γνωρίσεις όμως και τον έρωτα και την αγάπη. Θα έχεις ότι ποθήσεις, μα μόνο ότι μπορείς να αγγίξεις με τα χέρια σου. Νομίσματα, πετράδια και γυναίκες θα κατακλύζουν τα παλάτια σου και θα ζήσεις έτσι μέχρι τα βαθιά γεράματα.".


Μα ο Φάουστ ήξερε πως δεν παίρνεις αν δεν δώσει, όχι σε αυτόν τον κόσμο. " Και τι ζητάς από εμένα;" αποκρίθηκε με φωνή αποφασιστική. "Για το πρώτο μονοπάτι ζητώ να μου δώσεις ότι έχεις με μόχθο κερδίσει τόσα χρόνια. Για το δεύτερο ζητώ κάτι ασήμαντο. Την ψυχή που έχεις μέσα σου, την αγάπη και την συμπόνια που έχεις κρυμμένα στην καρδιά σου. Έτσι και αλλιώς σου είναι άχρηστα.". Θολωμένο το μυαλό του νέου δεν δίστασε και έκλεισε την συμφωνία υπογράφοντας με αίμα ζεστό από τις φλέβες του. 






Και έγινε το όνομά του τρανό και ξακουστό μέχρι τα πέρατα του κόσμου. Ζούσε τώρα με τους άρχοντες και όλοι τον σέβονταν. Οι τσέπες του ξέχειλες από νομίσματα και πετράδια, όπως το στοιχειό του είχε τάξει, και τους όμους του σκέπαζαν γούνες βαριές, γιαυτό είχε κυρτώσει το κορμί του. "Θα λες σε όλους πως είσαι μάγος και αλχημιστής, πως ξέρεις τα κρυφά νοήματα της ζωής και κάνεις θάματα και εκείνη θα σε πιστεύουν", θυμόταν τα λόγια της και τα έπραττε κατά γράμμα. Και όντως κανείς δεν αμφέβαλλε ποτέ για την παντοδυναμία του και τα λεγόμενα του. Ήταν τώρα ικανοποιημένος ο πρώην κλεφτάκος. Είχε χορτάσει πλούτη και ηδονές μα κάτι του έλειπε. Τώρα στα γεράματα ένα κενό μέσα του ποτέ δεν γέμιζε, και όσα χρήματα και να είχε, με όσες γυναίκες και να κοιμόταν κάποιος θα είχε παραπάνω. Και δεν καταλάβαινε, ο αφελής, πως το κενό αυτό δεν το γεμίζεις με υλικά αγαθά αλλά με αιθέρια συναισθήματα.

Έναν χειμώνα παγωμένο φτάνει ο μάγος σε ένα χωριουδάκι μικρό. Έρημο και ακατοίκητο έμοιαζε. Τα παραθυρόφυλλα στα σπιτάκια κλειστά, ο δρόμος στρωμένος με χιόνι μέχρι το γόνατο, ούτε ζώα φαίνονταν πουθενά, βλέπεις είχε περάσει από τον τόπο αυτό η πανούκλα, ο μαύρος θάνατος, και είχε ρημάξει την ζωή στον διάβα της. Μία κοπέλα, όμορφη, μικρή, ορφανή από πατέρα και μάνα, έχασε τον μοναδικό της προστάτη, τον αδερφό της, από την αρρώστια. Κάλεσε, λοιπόν, τον Φάουστ, να κάνει το θάμα του να γυρίσει πίσω τον αδικοχαμένο νέο. Του έταξε πλούτη πολλά, εκτάσεις γης και ζωντανά που όμως δεν είχε να του προσφέρει. Τόσο απελπισμένη ήταν η κοπέλα να ξαναδεί την αδερφό της. 

Ζυγώνει έξω από το σπίτι της κοπέλας, μια καλύβα ξύλινη με μπαλώματα στους τοίχους και την στέγη. Τα παράθυρα καρφωμένα με τάβλες σφηνωμένα να μην περνά το κρύο. Χτυπάει με το χρυσαφένιο ραβδί του την πόρτα. Ανοίγει αμέσως, και εμφανίζεται η κοπέλα. Κόκκινα τα μάτια της από το κλάμα, μουσκεμένα τα ρούχα της. Είχε μέρες να περιποιηθεί τον εαυτό της, να καλλωπιστεί. Τα ξανθά μαλλιά της βρώμικα και αχτένιστα και τα ρούχα της κουρέλια. Ο μάγος είχε χρόνια να δει πως είναι η γυναίκα κάτω από τα στολίδια της. Μα η εικόνα που έβλεπε μπροστά του ζέστανε την παγωμένη καρδιά του για μια στιγμή και αυτό τον τρόμαξε. Έκανε δυο βήματα πίσω, κοντοστάθηκε, δίστασε να πλησιάσει αυτόν τον άνθρωπο, τον τόσο αληθινό. Έκανε, η κοπέλα να τον πιάσει να τον τραβήξει μέσα, να κλείσει την πόρτα να μην μπαίνει το κρύο. Μόλις ακούμπησε το χέρι της στο δικό του έχασε τον κόσμο του. Δεν ήταν κρύο σάρκινο χέρι αυτό που τον ακούμπησε μα ζεστό νεανικό συναίσθημα, αγάπη και φόβος και ήταν τόση η δύναμή του που το κενό στην ψυχή του φάνηκε να γεμίζει με ανθρωπιά.

Πρώτη φορά μετά από χρόνια, ο γέρος ένιωσε τρόμο και απελπισία που δεν μπορούσε να εξηγήσει. "Μην δειλιάζεις, πούλα της το παραμύθι, όπως τόσο καλά κάνεις όλα αυτά τα χρόνια και κέρδισε αυτό που σου αξίζει.", άκουσε πάλι την φωνή του δαίμονα στο κεφάλι του. Μα αυτή την φορά ο απατεώνας δεν μπορούσε να πει άλλα ψέματα, δεν ήθελε να κοροϊδέψει αυτή την γυναίκα, ούτε να πάρει τα υπάρχοντά της, πρώτη φορά ο γερο Φάουστ ένιωσε συμπόνια και στοργή. Μην μπορώντας να διαχειριστεί τα αισθήματα τούτα το έβαλε στα πόδια. Έτρεξε ο δειλός, χτύπησε την πόρτα πίσω του και χάθηκε στο χιονισμένο τοπίο. Έτρεχε μέχρι τα πνευμόνια του να σκάσουν, μέχρι η ανάσα του να κοπεί και τα πόδια του να λύσουν. Έπεσε κάτω από ένα δέντρο και έκλαψε. Πέταξε από πάνω του τις γούνες και τα χρυσοποίκιλτα ρούχα και έμεινε γυμνός. 

Μα το κρύο δεν ήταν αρκετό να διαπεράσει την ζεστασιά που ένιωθε στην καρδιά. Και ήταν τόσο φοβισμένος που για πρώτη φορά αισθάνθηκε ανίσχυρος. Δεν υπήρχε τώρα κάποιο θύμα να εξαπατήσει, ήταν μόνο αυτός με τον εαυτό του. Και αντίκρισε για πρώτη φορά το σκοτεινό, σάπιο εγώ του, και είδε την τρύπα στην καρδιά του που θα έπρεπε να βρίσκετε η ψυχή του. Γύρισε το βλέμμα του προς τα πάνω, ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια και συμπαράσταση. Είδε το δέντρο τόσο ψηλό και πανίσχυρο να αγγίζει τον ουρανό, αλλά να ρίχνει κάποια κλαδιά του χαμηλά να σκεπάσει και αυτόν τον κακομοίρη, είδε το μικρό πουλί να αγκαλιάζει με τις φτερούγες του τα μωρά του και του φάνηκαν τόσο όμορφα όλα αυτά. Πως δεν τα είχε αντικρίσει τόσα χρόνια; Και άναψε και πάλι η φωτιά. Μα τώρα φλόγα αλλιώτικη γλυκιά που δεν καίει αλλά χαρίζει ζωή και άνοιξαν τα μάτια του και έγινε η φωνή του βρυχηθμός. "Δαίμονα δεν θέλω πια το συμβόλαιό σου, σπάω τα δεσμά μου!"

Ένα γέλιο μπάσο και βραχνό τράνταξε την ησυχία του δάσους και κούνησε τα βουνά. Και εμφανίστηκε μπροστά του το θηρίο με την μορφή δράκου γελώντας υστερικά, χαριεντίζοντας τον μικρό άνθρωπο που νόμιζε, έστω και για μια στιγμή πως έχει τον έλεγχο. "Αδύναμε, τοσοδούλη άνθρωπε, πως πίστεψες πως θα μπορούσες να σπάσεις την συμφωνία; Πως σου πέρασε από το μυαλό πως έχεις την δύναμη να ελέγχεις τις πράξεις σου;". Το αίμα του Φάουστ πάγωσε στο άκουσμα της πραγματικής φωνής του πλάσματος. "Τι θες να πεις; Είχαμε κάνει συμβόλαιο", είπε με τρεμάμενη φωνή, έτοιμος να βάλει πάλι τα κλάματα. "Πότε δεν πείρα τίποτα από εσένα που δεν είχα ήδη. Η ψυχή σου ανήκε σε εμένα από την ώρα που γεννήθηκες και αντίκρισες τον κόσμο. Από την στιγμή που έμαθες να ζεις εις βάρος των άλλων. Πάντα ήμουν μέσα σου, πάντα κινούσα τα σχοινιά σου μαριονέτα μου.". 

Η φωνή δεν έβγαινε από το στόμα του Φάουστ, ήταν μόνος του ενάντια στον ίδιο τον διάβολο. Είχε παραλύσει από φόβο. Το τέρας συνέχισε."Η δοκιμασία στο σταυροδρόμι ήταν η μόνη σου ευκαιρία να ελευθερωθείς από τα νύχια μου. Μα δεν είχες ποτέ το μυαλό να αποφασίσεις. Η νόηση, που τόσο εσείς οι άνθρωποι υπερηφανεύεστε πως κατέχετε είναι το παλάτι μου και η φωλιά μου. Εκεί μέσα κρύβομαι και κατατρώω την πραγματική σας δύναμη, το πνεύμα σας που μπορεί να σας δώσει τα φτερά της ελευθερίας, που σας δένει με ερωτικούς δεσμούς και σας κάνει ανίκητους. Αχ, φτωχοί άνθρωποι πόσο διασκεδάζω την αλαζονεία σας.". Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του δαίμονα.

Το επόμενο πρωί κάποιοι είπαν πως βρήκαν το πτώμα του γέρο μάγου κάτω από το χιόνι γυμνό και άλλοι κρεμασμένο από ένα ψηλό δέντρο με χρυσές αλυσίδες. Είχε λένε μια έκφραση αγαλλίασης στο πρόσωπο σαν να είχε, πριν πεθάνει, αντικρίσει, επιτέλους, την ελευθερία.










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου